- πολλαπλασιάζει
- πολλαπλασιάζωmultiplypres ind mp 2nd sgπολλαπλασιάζωmultiplypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολλαπλασιαστής — ο 1. αυτός που πολλαπλασιάζει, που αυξαίνει. 2. (μαθημ.), ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός: Οι όροι της πράξης του πολλαπλασιασμού είναι ο πολλαπλασιαστής, ο πολλαπλασιαστέος και το γινόμενο. 3. κάθε εργαλείο ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιαστικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή αυτός που χρησιμεύει στο να πολλαπλασιάζει 2. φρ. α) «πολλαπλασιαστικά αριθμητικά» ή, απλώς, «πολλαπλασιαστικά» τα αριθμητικά που λήγουν σε πλος, πλους και δηλώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι ή από πόσα μέρη… … Dictionary of Greek
πολυφαρμακία — η, Ν 1. ιατρ. ταυτόχρονη χρήση πολλών φαρμάκων στον ίδιο άρρωστο για θεραπευτικούς σκοπούς, αγωγή καταδικαστέα, από την άποψη ότι δεν επιτρέπει στον γιατρό την αναγνώριση τού ωφελούντος φαρμάκου, ενώ πολλαπλασιάζει τις παρενέργειες και δυσκολεύει … Dictionary of Greek
πολυόπτρα — η, Ν φυσ. οπτική διάταξη που πολλαπλασιάζει τον αριθμό τών ειδώλων ενός αντικειμένου … Dictionary of Greek
φυτοσπόρος — ον, ΜΑ μτφ. (για πατέρα) αυτός που γεννά μσν. εκκλ. αυτός που διαδίδει τη χριστιανική πίστη αρχ. 1. αυτός που πολλαπλασιάζει φυτά με τη χρησιμοποίηση σπόρου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοσπόρος ο πατέρας 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φυτοσπόροι α)… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
ζωδιακός κύκλος — (Αστρον.). Ζώνη της ουράνιας σφαίρας, πλάτους 18° (9° από κάθε πλευρά της εκλειπτικής,) στην οποία περιλαμβάνονται οι δώδεκα ζωδιακοί αστερισμοί. Προς το κέντρο της ζώνης αυτής ο Ήλιος διαγράφει τη φαινομενική του κίνηση και μέσα σε αυτήν… … Dictionary of Greek
Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και … Dictionary of Greek